Η εορτή της Αγίας Σκέπης
Του Αρχιμανδρίτη Αλέξιου Κουρτέση, Αστυνόμου Β΄ Προϊστάμενου Θρησκευτικής Υπηρεσίας ΕΛ. ΑΣ.
(Απόσπασμα από την εφημερίδα της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών «Σύγχρονη Αστυνομία»)
Η εορτή της Αγίας Σκέπης
Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος τιμά την 28η Οκτωβρίου, δεν είναι απλώς μια τιμητική ανάμνηση ενός οράματος του 10ου αιώνα· είναι μια λειτουργική αποκάλυψη της θεολογίας της προστασίας μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Όταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός είδε τη Θεοτόκο στον ναό των Βλαχερνών, να απλώνει το μαφόριό της πάνω στον λαό, δεν έγινε μάρτυρας μιας υπερβατικής εικόνας αλλά μιας υπαρκτικής, εκκλησιολογικής αλήθειας: ότι η Παναγία είναι παρούσα, ενεργώς, ως σκέπη της Εκκλησίας και του κόσμου.
Η σκέπη της Θεοτόκου είναι μυστήριο, όχι γεγονός φαντασίας. Είναι προσευχητική συμμετοχή της Μητέρας του Θεού στην ιστορική αγωνία των ανθρώπων, όχι συναισθηματικό καταφύγιο. Δεν πρόκειται για μαγική επέμβαση, ούτε για θεϊκή ασφάλεια· είναι η πατρική μνήμη του Θεού που ενεργεί μέσα από τη μητρική της παρουσία. Στην ακολουθία της εορτής ψάλλουμε:«Ὡς περὶξ ὄρους νεφέλη, ὁμοίως σκέπεις ἡμᾶς, Θεομήτορ, πάντοτε ἀόκνως· ἀλλ᾿ ἐν τῇ σήμερον ἐμφανῶς, Παρθένε, ἐπέτασας ἡμῖν, τὴν ἁγίαν σου Σκέπην…» (Στιχηρὸν εἰς τὸν Ἑσπερινόν).
Η σύνδεση της εορτής με την 28η Οκτωβρίου δεν είναι επινόηση· είναι θεολογική αναγνώριση ενός βιώματος. Κατά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων το 1940, ο ελληνικός λαός δεν σήκωσε μόνο τα όπλα· ύψωσε και εικόνες. Οι στρατιώτες κρατούσαν πάνω τους την Παναγία· οι μάνες έκλαιγαν μπροστά στα εικονίσματα· οι λιτανείες ξεχύνονταν στους δρόμους· και οι εκκλησίες άνοιγαν σαν καταφύγια. Η Παναγία βρισκόταν μέσα στον πόλεμο· όχι για να τον σταματήσει με τρόπο υπερφυσικό, αλλά για να τον μεταμορφώσει σε τόπο πίστης, αυταπάρνησης και ελπίδας. Η Παναγιά του ’40 δεν είναι μυθοπλασία· είναι εμπειρική θεολογία. Και η καθιέρωση της εορτής της Σκέπης εκείνη την ημέρα (με απόφαση της Ιεράς Συνόδου το 1952) επιβεβαιώνει πως η Εκκλησία δεν τιμά εθνικιστικά την Ιστορία, αλλά εσχατολογικά τη μνήμη.
Η σκέπη, όπως αποκαλύπτεται στην Παναγία, δεν είναι στρατιωτική προστασία· είναι πνευματική εγρήγορση. Η Θεοτόκος δεν παρεμβαίνει ως φύλακας μόνο· αλλά ως μεσίτρια που διασώζει την καρδιά του λαού από τον πειρασμό της εγκατάλειψης και του φόβου. Δεν υπόσχεται νίκες· υπόσχεται παρουσία. Δεν απομακρύνει τις απειλές· αλλά ανακουφίζει την απελπισία. Όπως ψάλλει η Εκκλησία:«Σκέπην ἀντίληψιν καὶ κραταιὰν βοήθειαν ἐκ τοῦ ἄνω δοθεῖσαν ἔσχομεν σε, Δέσποινα· πόνων καὶ θλίψεων καὶ συμφορῶν περιστάσεων λύτρωσαι τοὺς σὲ πιστῶς καταφεύγοντας.» (Κανών τῆς Ἑορτῆς, Ὠδὴ ς΄).
Σε έναν κόσμο που σκεπάζεται με το σκοτάδι της βίας, της φτώχειας, της εξάρτησης, της μοναξιάς και της πνευματικής συγχύσεως, η σκέπη της Παναγίας παραμένει η μόνη αληθινή σκέπη: η σκέπη της μητρικής πνοής, της σιωπηλής υπενθύμισης ότι δεν είμαστε μόνοι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πατέρες αποκαλούν τη Θεοτόκο «τὸ ἀντίρρητον τεῖχος», «ἡ μόνῃ ἐν γυναιξὶ σκέπη τοῦ κόσμου», «ἡ σκεπάζουσα τοὺς πιστοὺς τῇ χάριτι». Η σκέπη της δεν εξαλείφει τον σταυρό· τον εντάσσει σε ένα πεδίο ελπίδας. Δεν αποφεύγει τη μάχη· μετέχει στη μαρτυρία.
Το «όχι» του 1940, υπό το βλέμμα της Παναγίας, έγινε ένα «ναι» στην ακεραιότητα του προσώπου. Και αυτή είναι η θεολογία της Σκέπης: δεν είναι η άρνηση του πόνου, αλλά η αποδοχή του υπό την ακτινοβολία της Χάριτος. Όπου σκεπάζει η Παναγία, δεν εξαφανίζεται ο κίνδυνος· φεύγει η απελπισία. Δεν φεύγει ο σταυρός· γεννιέται η υπομονή.
Η σκέπη είναι η απάντηση στην πνευματική έκθεση. Είναι η Εκκλησία όταν πάσχει και δεν λυγίζει. Είναι ο λαός όταν πολεμά και δεν μισεί. Είναι η μάνα όταν προσεύχεται και δεν απελπίζεται. Είναι η ιστορία όταν γονατίζει και αναστενάζει: «Μήτηρ Θεοῦ, σκέπασον τὸν λαόν σου· τοὺς γὰρ ἐν κινδύνοις, σὺ μόνη εἶ ἔχεις προστατεύειν…»
Και μέσα σε αυτή τη σιωπηλή δομή της αγάπης, μέσα στη σκιά που δεν κρύβει αλλά φωτίζει, η Θεοτόκος μένει εκεί. Πάντοτε εκεί. Πάντοτε μαζί. Σκέπη ελπίδος. Σκέπη μνήμης. Σκέπη μέλλοντος.




