Η Ψυχολογία της Αντοχής: Πρώτοι Ανταποκριτές σε Εποχές Κρίσης
Της Ράνιας Γεωργιάδου Αντιπροσώπου Ε.ΑΣ.Υ.Α. - Κλινικής Ψυχολόγου (BSc, MSc)
(Απόσπασμα από την εφημερίδα της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών «Σύγχρονη Αστυνομία»)
Η Ψυχολογία της Αντοχής: Πρώτοι Ανταποκριτές σε Εποχές Κρίσης
Το ψυχικό φορτίο πίσω από τη στολή – και η ανάγκη για θεσμική υποστήριξη στους ανθρώπους της πρώτης γραμμής.
Στη σκιά των φυσικών καταστροφών — πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί — υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν το προνόμιο να δραπετεύσουν, να προστατευτούν ή να αγκαλιάσουν την οικογένειά τους. Είναι εκείνοι που τρέχουν πρώτοι στο χάος, με στολή ή χωρίς, με φακό, φορείο ή πυροσβεστήρα. Είναι οι πρώτοι ανταποκριτές.
Και πίσω από τον ηρωισμό τους, κρύβεται ένα σιωπηλό φορτίο: η ψυχική φθορά.
Οι αστυνομικοί, οι διασώστες, οι πυροσβέστες και το προσωπικό πολιτικής προστασίας βιώνουν την κρίση από μέσα. Γίνονται αυτόπτες μάρτυρες πόνου, απώλειας και πανικού. Όμως σπάνια θα μιλήσουν για τις εσωτερικές ρωγμές που αφήνουν οι εικόνες αυτές στην ψυχή τους. Η κοινωνία τους θαυμάζει, αλλά σπανίως τους φροντίζει.
Η ψυχολογία της αντοχής δεν είναι απλώς ένα χάρισμα. Είναι μια συνεχής, επίπονη προσαρμογή σε ακραίες συνθήκες, η οποία, χωρίς επαρκή στήριξη, οδηγεί στη συναισθηματική εξουθένωση, το δευτερογενές τραύμα και την αποσύνδεση. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να φωτίσει αυτή τη διάσταση, και να δώσει φωνή σε όσους μαθαίνουν να επιβιώνουν όχι μόνο στο πεδίο, αλλά και μέσα τους.
Το Αόρατο Βάρος
Η στολή φοριέται καθημερινά, αλλά το βάρος της δεν είναι μόνο υλικό. Είναι συναισθηματικό, και συχνά αβάσταχτο. Οι πρώτοι ανταποκριτές καλούνται να επιχειρούν σε περιβάλλοντα απόλυτης αβεβαιότητας, όπου η ανθρώπινη τραγωδία δεν είναι απλώς πιθανότητα, αλλά πολλές φορές βεβαιότητα.
Η έκθεση σε εικόνες πόνου, τραύματος, θανάτου και καταστροφής αφήνει αποτύπωμα. Αυτό το αποτύπωμα δεν είναι πάντα εμφανές. Δεν αιμορραγεί, δεν φαίνεται στις ακτινογραφίες, αλλά χτίζεται σιωπηλά μέρα με τη μέρα:
το παιδί που ανασύρθηκε νεκρό, ο ηλικιωμένος που πνίγηκε στο υπόγειο του σπιτιού του, οι φωνές απελπισίας που δεν έσβησαν με το τέλος της βάρδιας.
Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως δευτερογενές τραύμα, δηλαδή η ψυχική επιβάρυνση που δέχεται κάποιος όταν είναι μάρτυρας της οδύνης των άλλων, χωρίς να είναι ο ίδιος το θύμα. Στην πράξη, λειτουργεί όπως το πρωτογενές: προκαλεί άγχος, αϋπνία, θυμό, αποστασιοποίηση, απώλεια ενσυναίσθησης, ακόμη και συμπτώματα μετατραυματικού στρες (PTSD).
Η ψυχική φθορά των πρώτων ανταποκριτών δεν είναι ένδειξη αδυναμίας – είναι φυσική αντίδραση σε αφύσικες συνθήκες. Όσο η κοινωνία ζητά “ήρωες” χωρίς ευάλωτο εσωτερικό, τόσο περισσότεροι επαγγελματίες θα λυγίζουν μέσα τους, σιωπηλά.
Η Κουλτούρα της Σιωπής
Στο περιβάλλον των πρώτων ανταποκριτών, η σιωπή έχει εκπαιδευτεί να μοιάζει με επαγγελματισμό. Η φράση «μην το σκέφτεσαι, προχώρα» μετατρέπεται σε δόγμα. Το να νιώσεις, να λυγίσεις, να ζητήσεις βοήθεια, θεωρείται αδυναμία, μια πολυτέλεια που δεν χωρά στον επιχειρησιακό χρόνο. Κι έτσι, οι πληγές δεν επουλώνονται. Απλώς καλύπτονται με τη στολή.
Η κουλτούρα του “να τα αντέχεις όλα” διαπερνά πολλές δομές. Από τις πρώτες ημέρες εκπαίδευσης μέχρι την καθημερινότητα σε περιπολίες, φωτιές ή μαζικά περιστατικά, ενισχύεται η ιδέα πως το να παραδεχτείς πως κάτι σε επηρέασε σημαίνει ότι «δεν κάνεις για τη δουλειά». Έτσι όμως καλλιεργείται μια τοξική σιωπή, και πίσω της, άνδρες και γυναίκες της πρώτης γραμμής βουλιάζουν σε συναισθηματική μοναξιά.
Αρκετοί αποφεύγουν να μιλήσουν για την ψυχική τους κατάσταση ακόμη και σε οικεία τους πρόσωπα. Άλλοι νιώθουν ότι η οποιαδήποτε αναφορά σε ψυχολογική δυσκολία θα στιγματίσει την επαγγελματική τους εικόνα. Η έλλειψη θεσμικών μηχανισμών στήριξης, ή η ύπαρξή τους μόνο “στα χαρτιά”, ενισχύει αυτή την απομόνωση.
Δεν είναι ότι οι πρώτοι ανταποκριτές δεν θέλουν να μιλήσουν. Είναι ότι δεν τους το έμαθε ποτέ κανείς.
Ο Ρόλος της Ψυχολογίας – Από την Ευαισθητοποίηση στην Παρέμβαση
Η ψυχολογική υποστήριξη δεν είναι πολυτέλεια για τους πρώτους ανταποκριτές, αλλά αναγκαιότητα. Όσο πιο νωρίς αναγνωρίζεται το ψυχικό φορτίο, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορεί να προληφθεί η εξουθένωση και η μακροχρόνια βλάβη στην ψυχική υγεία.
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η πρόληψη και η εκπαίδευση είναι τα πιο ισχυρά εργαλεία. Σε πολλές χώρες εφαρμόζονται με επιτυχία προγράμματα όπως τα peer-support teams, η ψυχολογική αποσυμπίεση μετά από τραυματικά περιστατικά (critical incident debriefing), αλλά και η ενσωμάτωση τραυματοκεντρικής εκπαίδευσης (trauma-informed training) σε όλα τα επίπεδα.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα βήματα έχουν ξεκινήσει, αλλά δεν αρκούν. Ο αριθμός των διαθέσιμων ψυχολόγων στα Σώματα Ασφαλείας και στις Υπηρεσίες Έκτακτης Ανάγκης παραμένει εξαιρετικά μικρός σε σχέση με τις ανάγκες. Πολλές φορές, ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμες υπηρεσίες, οι επαγγελματίες διστάζουν να τις αξιοποιήσουν λόγω του φόβου στιγματισμού ή έλλειψης εμπιστοσύνης στο σύστημα.
Η ψυχολογία οφείλει να βγει από το “γραφείο” και να σταθεί δίπλα στους ανθρώπους της δράσης. Όχι μόνο ως παρηγορητικός λόγος εκ των υστέρων, αλλά ως συμμέτοχη φροντίδα, ενσωματωμένη στην επιχειρησιακή κουλτούρα, στην εκπαίδευση, στη λήψη αποφάσεων.
Γιατί αν ζητάμε από ανθρώπους να σταθούν στην πρώτη γραμμή κάθε κρίσης, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους δώσουμε τα ψυχικά μέσα για να μην καταρρεύσουν.
Από την Αντοχή στη Φροντίδα
Η κοινωνία έχει μάθει να χειροκροτεί την αντοχή, αλλά σπάνια διδάσκεται να τη φροντίζει. Οι πρώτοι ανταποκριτές – αστυνομικοί, πυροσβέστες, διασώστες, επιχειρησιακοί υπάλληλοι πολιτικής προστασίας – δεν ζητούν θαυμασμό. Ζητούν στήριξη. Ζητούν να αναγνωριστεί πως πίσω από τη στολή, το κράνος ή τη μάσκα, υπάρχουν άνθρωποι με ανάγκες, φόβους και ψυχικές αντοχές που έχουν όρια.
Η ψυχική υγεία των ανθρώπων που προστατεύουν την κοινωνία δεν μπορεί να παραμένει ταμπού. Ούτε μπορεί να εξαρτάται από την καλή θέληση ή την ατομική δύναμη. Χρειάζεται θεσμική πρόνοια, εκπαίδευση, εμπιστοσύνη και συνεχής παρουσία της ψυχολογικής υποστήριξης δίπλα τους, όχι απέναντι, όχι εκ των υστέρων.
Το χειροκρότημα στους ανθρώπους της πρώτης γραμμής είναι μια κίνηση αναγνώρισης. Αλλά η πραγματική πράξη ευγνωμοσύνης είναι η φροντίδα τους, όχι περιστασιακά, όχι κατόπιν εορτής, αλλά συστηματικά και με συνέπεια. Είναι η πρόνοια, η ψυχολογική κάλυψη, η ενδυνάμωση μέσα από την ίδια την οργανωμένη πολιτεία.
Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους αφήνουμε όταν σβήνουν τα φώτα της ράμπας. Συνεχίζουμε να στηρίζουμε τον ψυχισμό τους, ώστε να μπορούν — όταν έρθει η ώρα — να στηρίξουν κι εμάς, σε κάθε ανάγκη που προκύπτει.
Αν θέλουμε οι πρώτοι ανταποκριτές να συνεχίσουν να σώζουν ζωές, οφείλουμε πρώτα να διασφαλίσουμε ότι δεν χάνουν τη δική τους – εσωτερικά.
Γιατί η αντοχή είναι δύναμη. Αλλά η φροντίδα είναι εξέλιξη.